ορυκτέλαιο

ορυκτέλαιο
το
λιπαντικό λάδι από την απόσταξη του πετρελαίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορυκτέλαιο — το (χημ. τεχνολ.) γενικός χαρακτηρισμός υδρογονανθράκων και τών μιγμάτων τους που έχουν άμεση φυσική προέλευση αλλά συνηθέστερα είναι προϊόντα απόσταξης τού πετρελαίου και που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ως λιπαντικά, ως διηλεκτρικά και σε… …   Dictionary of Greek

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • βαλβολίνη — (valvoline). Εμπορική ονομασία ειδικού λιπαντικού ελαίου που χρησιμοποιείται κυρίως στα αυτοκίνητα για τη μόνιμη λίπανση του κιβωτίου ταχυτήτων, του διαφορικού και άλλων σημείων. * * * η ορυκτέλαιο που χρησιμοποιείται για τη λίπανση των… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοπυξίδα — ή ελαιολεκάνη, η δοχείο λαδιού που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό κάλυμμα τών στρεφόμενων μερών (αξόνων, κάρτερ μηχανών εσωτερικής καύσεως κ.λπ.) μιας μηχανής ή λεπτών μηχανισμών και το οποίο περιέχει ορυκτέλαιο για λίπανση αυτών τών μερών… …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • μηχανέλαιο — το τεχνολ. έλαιο, συνήθως ορυκτέλαιο, με το οποίο γίνεται η λίπανση τών εφαπτόμενων κινητών μερών μιας μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + έλαιο] …   Dictionary of Greek

  • ελαιοδυναμικά μηχανήματα — Μηχανές που χρησιμοποιούν την πίεση του ελαίου για να εκτελέσουν ένα μηχανικό έργο. Αποτελούνται βασικά από μια αντλία, η οποία προσδίδει την κατάλληλη πίεση στο έλαιο, από μια δεξαμενή, από ένα μηχανικό όργανο που εκτελεί το έργο με πίεση και… …   Dictionary of Greek

  • παραφινέλαιο — το λιπαντικό λάδι από απόσταγμα πετρελαίου, ορυκτέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”